- ἐπιρραίνουσι
- ἐπιρραίνωsprinkle uponpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐπιρραίνωsprinkle uponpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρραίνω — ἐπιρραίνω (AM) 1. ραίνω, ραντίζω («[δῶμα] ἐπιρραίνειν... ἀβλαβές ὕδωρ», Θεόκρ.) 2. (για δημητριακούς καρπούς, φύλλα, λουλούδια κ.λπ.) σκορπίζω στο κεφάλι κάποιου («ἄνωθεν ἐπιρραίνουσι μυρσίνην τε καὶ δάφνην», Τζέτζ.) αρχ. χύνω υγρό πάνω ή γύρω σε … Dictionary of Greek